έκκλιση

έκκλιση
η (AM ἔκκλισις)
ηθική εκτροπή, παραστράτημα
νεοελλ.
απόκλιση («έκκλιση στύλου»)
αρχ.
1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία
2. εξάρθρωση, εκτοπισμός
3. κλίση, τάση, ροπή
4. άρνηση, αποφυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”